- ανακλαστικός
- η , ό[ν]1) отражающий (свет, звук);
ανακλαστικο τηλεσκόπιο — рефлектор;
2) рефлективный, рефлекторный;ανακλαστική κίνηση — рефлекторное движение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανακλαστικο τηλεσκόπιο — рефлектор;
ανακλαστική κίνηση — рефлекторное движение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανακλαστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανάκλαση, ο αντανακλαστικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακλώ ή ανάκλασις( η). Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. reflective] … Dictionary of Greek
ανακλαστικός, -ή — ό αυτός που αναφέρεται στην ανάκλαση: Το φτάρνισμα είναι ανακλαστικό φαινόμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)